- χορικός
- -ή, -ό / χορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χορός]1. (θεατρ.-φιλολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό2. (το ουδ. στον εν. ή στον πληθ. ως ουσ.) το χορικό ή τα χορικάάσμα που άδεται από τα μέλη τού χορού θεάτρου ή εκκλησίας3. φρ. «χορική ποίηση»φιλολ. α) ποιητικό κείμενο που ερμηνευόταν από τον χορό τού αρχαίου δράματοςβ) το ιδιαίτερο έντεχνο ποιητικό είδος που αναπτύχθηκε με τον τρόπο αυτόαρχ.1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χορικοί(ενν. αὐλοί) αυλοί τους οποίους χρησιμοποιούσε ο χορός2. φρ. «χορικαὶ ᾠδαί» — τα χορικά άσματα τής τραγωδίας και τής κωμωδίας (Αριστοτ.).επίρρ...χορικώς / χορικῶς, ΝΜΑκατά τον τρόπο τού χορικού.
Dictionary of Greek. 2013.